- φουέρο
- το, ΝΜάκλ. (στη μεσαιωνική Ισπανία) χάρτα προνομίων και δικαιωμάτων που παραχωρούσαν σε μία κοινότητα ο βασιλιάς, οι ευγενείς ή οι επίσκοποι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. fuero < λατ. forum «αγορά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.